αιθρηγενής

αιθρηγενής
αἰθρηγενής, -ές (Α)
ο αιθρηγενέτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αἰθρηγενής — borninclear sky masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθρηγενέεσσιν — αἰθρηγενής borninclear sky masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθρηγενέος — αἰθρηγενής borninclear sky masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθρηγενέτην — αἰθρηγενής borninclear sky masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθρηγενέτης — αἰθρηγενής borninclear sky masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθρηγενέτου — αἰθρηγενής borninclear sky masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτιγενής — ἀρτιγενής, ές (Α) αυτός που μόλις γεννήθηκε ή έγινε. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρτι * + γενής < γένος (πρβλ. αειγενής, αιθρηγενής)] …   Dictionary of Greek

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”